Ιστορία

Ιστορική αναδρομή του κτηρίου

Ιστορία

Περισσότερα

«Εμείς διαμορφώνουμε τα κτήρια μας. Στη συνέχεια, αυτά διαμορφώνουν εμάς».

Η φράση αυτή του Ουίνστον Τσόρτσιλ, αγαπητέ επισκέπτη, δεν θα μπορούσε να ταιριάζει περισσότερο για το κτήριο στο οποίο τώρα βρίσκεσαι. Η ιστορία του ανιχνεύεται στο πέρασμα των αιώνων άλλοτε ξεκάθαρα και ρητά, άλλοτε με ένα πέπλο μυστηρίου συμπυκνώνοντας, θα έλεγε κανείς, την ίδια την ιστορία της πόλης των Χανίων: μια ιστορία ώσμωσης πολιτισμών, χρωμάτων, ομορφιάς· μια ιστορία στην οποία η ανατολή και η δύση έσμιξαν δημιουργώντας κάτι ξεχωριστό, κάτι μοναδικό και μυστηριακό.

Τμήμα εκείνης της μοναδικής ιστορικής διαδρομής είναι και το κτήριο αυτό στην σημερινή ακτή Κουντουριώτη, απέναντι απ’ τον βενετσιάνικο φάρο. Τα πρώτα, άλλωστε, καταγεγραμμένα στοιχεία που διαθέτουμε για το κτίσμα έχουν να κάνουν με τα τέλη της Βενετοκρατίας (1252 – 1645).Αρχικά το κτήριο χρησιμοποιήθηκε σαν κατοικία μιας εύπορης αριστοκρατικής οικογένειας μουσικών Αργότερα είναι σχεδόν βέβαιο ότι εδώ στεγαζόταν ένας σταθμός διοίκησης. Μέσα από αυτό το κτήριο ελέγχονταν και καταγράφονταν καθημερινά άνθρωποι και εμπορεύματα. Μπορούμε να φανταστούμε Βενετούς αξιωματούχους της εποχής να συνδιαλέγονται με ντόπιους κατοίκους πάνω σε γραφειοκρατικά και εμπορικά ζητήματα ενώ έξω, στο λιμάνι, άνθρωποι και εμπορεύματα κινιόντουσαν σπασμωδικά υπό το επιβλητικό βλέμμα του μεγάλου φάρου που, όπως και τώρα έτσι και τότε, έστεκε στο ίδιο σημείο οδηγώντας τους ναυτικούς σε ένα ασφαλές και απάνεμο λιμάνι. Αργότερα, όταν πια το τέλος της Βενετοκρατίας ήταν ορατό, το κτήριο πέρασε στα χέρια ενός κρητικού άρχοντα της εποχής.Σ’ αυτό το σημείο η ιστορική έρευνα δίνει τη σκυτάλη στην λαογραφία και το παραμύθι.

Οι περισσότερες ιστορίες, σωζόμενες σε τραγούδια και στην σπουδαία εκείνη δεξαμενή της συλλογικής μνήμης ενός τόπου, κάνουν λόγο για την απαγωγή της κόρης εκείνου του άρχοντα από ένα φτωχό παλικάρι και για το άγριο κυνηγητό το οποίο εξαπέλυσε ο πατέρας εναντίον του ζευγαριού. Ιστορίες που άλλοτε έχουν ρομαντική έκβαση και άλλοτε τραγική. Ιστορίες που πολύ συχνά αποτυπώθηκαν γλαφυρά στην λογοτεχνία και τα παραμύθια της εποχής. Με την έλευση της τουρκοκρατίας πολλά πράγματα αλλάζουν στην περιοχή των Χανιών. Μετά από δίμηνη σκληρή πολιορκία η πόλη παραδόθηκε στις 22 Αυγούστου 1645. Σε γενικές όμως γραμμές οι αλλαγές που επισημαίνονται στον τομέα της αρχιτεκτονικής αφορούν κυρίως τις νέες χρήσεις και το διαφορετικό τρόπο ζωής των Τούρκων σε σχέση με τους προηγούμενους κατακτητές. Τζαμιά, λουτρά και χαμάμ έρχονται να προστεθούν στους ήδη υπάρχοντες βενετσιάνικους ρυθμούς. Και όλα αυτά πλάι πλάι από ορθόδοξες εκκλησίες. Η κυριότητα του κτιρίου της οδού Κουντουριώτη πέρασε από χέρια πάμπολλων τούρκων αξιωματούχων και μπέηδων. Η προνομιακή του θέση στο λιμάνι των Χανίων, η υπέροχη θέα, η άμεση επαφή του με τα πεπραγμένα του λιμανιού, το έκαναν πόλο έλξης για πολλούς.Παροιμιώδεις είναι οι διενέξεις εκείνων των ανθρώπων – οι οποίες αποτυπώνονται σε έγγραφα της εποχής – για το ποιος θα έχει στη κατοχή του το κτήριο. Απ’ αυτό, καθώς και από άλλα κτήρια του παλιού λιμανιού είναι επιβεβαιωμένο ότι οργανώθηκαν και επιβλέφτηκαν κάποιες από τις αντεπιθέσεις των Τούρκων εναντίον των ντόπιων επαναστατών που αρκετά συχνά στα χρόνια της τουρκοκρατίας προσπαθούσαν να απελευθερώσουν το νησί τους. Από πηγές της εποχής γνωρίζουμε για τουλάχιστον δυο αποτυχημένες απόπειρες δολοφονίας εναντίων τούρκων αξιωματικών που έμεναν στο εν λόγω κτήριο. Και οι δυο αυτές προσπάθειες έγιναν από τολμηρούς νεαρούς κρητικούς που πλήρωσαν τελικά με το αίμα τους το πάθος τους για αυτοδιάθεση του νησιού τους.

Το Καλοκαίρι του 1950, τριάντα επτά χρόνια μετά την ένωση της Κρήτης με την υπόλοιπη Ελλάδα, η Παπαδάκη Ειρήνη στην οποία άνηκε πια το κτήριο της οδού Κουντουριώτη ανακαλύπτει τυχαία, κρυμμένο πίσω από μια πέτρα του τοίχου, ένα έγγραφο στο οποίο αναφέρεται η μεταφορά της κυριότητας του κτηρίου από έναν τούρκο μπέη σε έναν έλληνα κρητικό. Η τούρκικη περίοδος του κτηρίου αποτελεί πια παρελθόν. Από τότε βέβαια μέχρι και την εμφάνιση της Ειρήνης Παπαδάκη θα μεσολαβήσουν κι άλλα σημαντικά ιστορικά γεγονότα με κυρίαρχο αυτό της γερμανικής κατοχής. Από το 1942 μέχρι και το 1944 το κτίριο της οδού Κουντουριώτη θα προσφέρει στέγαση σε γερμανούς αξιωματικούς και στρατιώτες.

Η Ειρήνη Παπαδάκη θα έρθει ως ο τελευταίος κρίκος αυτής της μακραίωνης ιστορικής αλυσίδας του κτηρίου. Οι φιλότιμες προσπάθειες της και ο σεβασμός της απέναντι στην ιστορία αυτού του κτίσματος θα φέρουν καρπούς: η ίδια κατάφερε να συντηρήσει όπως μπορούσε το κτίριο δίνοντας του ζωή αλλά και να μπολιάσει στους απογόνους της την αγάπη για την ιστορία και την αξία ετούτης της γωνιάς του παλιού λιμανιού.

Το καλοκαίρι του 1996 ο δεύτερος όροφος του κτιρίου ανακαινίστηκε πλήρως και έγινε ξενοδοχείο από την κόρη της Ειρήνης και το καλοκαίρι του 2016 ο γιος της Νίκος Παπαδάκης και τα παιδιά του Γιάννης και Ειρήνη αποφάσισαν να βάλουν άλλον έναν κρίκο σ’ αυτήν την αλυσίδα ανακαινίζοντας και ζωντανεύοντας τον πρώτο όροφο του κτηρίου:

Ο επόμενος κρίκος είσαι εσύ αγαπητέ επισκέπτη.

Γιατί «εμείς διαμορφώνουμε τα κτήρια μας. Στη συνέχεια αυτά διαμορφώνουν εμάς».

Σύζευξη Ενετικού και Κρητικού πολιτισμού

Το φυσικό περιβάλλον της Κρήτης και ο χαρακτήρας των κατοίκων της, με όλα τα πολιτιστικά στοιχεία που αυτός περιείχε, επέδρασαν άμεσα στους Ενετούς που μετακόμισαν στο νησί. Ήδη από τα τέλη του 13ου αι., μνημονεύονται και επιγαμίες μεταξύ Ελλήνων και ενετών. Η σύσφιγξη των σχέσεων έγινε εντονότερη από τα μέσα του 16ου αι., οπότε και αμβλύνονται οι θρησκευτικές διαφορές, επέρχεται οικονομική εξίσωση Κρητικών και ξένων, κυρίως στις πόλεις, και η μητροπολιτική Βενετία στρέφεται προς τον ντόπιο πληθυσμό και τον υπολογίζει πολιτικά, λόγω του ανερχόμενου τουρκικού κινδύνου. Η μακρόχρονη ειρηνική συμβίωση είχε ως αποτέλεσμα ένα γόνιμο πολιτιστικό διάλογο, που κατέληξε προοδευτικά σε μια κοινή πολιτιστική έκφραση, την ιταλοκρητική. Η Κρήτη, ήταν φορέας βυζαντινής παράδοσης που το 16ο αι., απορροφούσε αναγεννησιακούς κραδασμούς, αφομοίωνε τα «εύπεπτα» στο χαρακτήρα της στοιχεία, τα αναδημιουργούσε και τελικά τα χρησιμοποιούσε και παρέδιδε, με τον δικό της κρητικό τρόπο. Συνεκτικός δεσμός της Κρητικής αστικής κοινωνίας με την αναγεννώμενη αστική της Βενετίας, ήταν η ελληνική γλώσσα. Πέραν της γοητείας που αυτόνομα διαθέτει η ελληνική γλώσσα, ως εργαλείο γνώσης και στοιχείο επιπέδου μόρφωσης εκείνη την εποχή σε ολόκληρη την Ευρώπη, οι ίδιοι οι Ενετοί της Κρήτης μιλούσαν το 16ο αι., μόνο ελληνικά ή τουλάχιστον μια μορφή ελληνικής γλώσσας εμπλουτισμένη με ελληνοποιημένα ιταλικά. Σε πολλές εκθέσεις αξιωματούχων από τη Βενετία παρουσιάζεται η γλωσσική αφομοίωση και η θρησκευτική διάβρωση των παλαιών βενετικών οικογενειών. Ο Ιάκωβος Foscarini γράφει ότι οι παλιοί Ενετοί «έχουν ξεχάσει εντελώς την ιταλική γλώσσα και, επειδή δεν υπάρχει σε κανένα χωριό του νησιού η δυνατότητα να λειτουργηθούν σύμφωνα με το λατινικό δόγμα, είναι αναγκασμένοι μένοντας στο χωριό να βαφτίζουν τα παιδιά τους, να παντρεύονται και να θάβουν τους νεκρούς τους, σύμφωνα με το ορθόδοξο δόγμα και τα ελληνικά έθιμα. Και αυτοί είναι οι Βενιέρηδες, οι Μπαρμπαρίγοι, οι Μοροζίνηδες, οι Μπόνοι, οι Φοσκαρίνηδες, οικογένειες σε όλα ελληνικές…». Το 1584, ο Giulio Garzoni διαπιστώνει ότι οι Βενετοί της Κρήτης μπορούσαν να ονομάζονται Έλληνες. Στο συμβούλιο του 1610 παρουσιάστηκαν 30 Ενετοί και 70 Κρητικοί. Οι Ενετοί σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις και τις γραπτές μαρτυρίες θεωρούσαν πατρίδα τους την Κρήτη, γλώσσα τους την ελληνική και έθιμα καθαρά κρητικά.

Απ’ την άλλη στη Βενετία είχε συγκεντρωθεί μετά την άλωση της Πόλης (Κωνσταντινούπολης), πλήθος Ελλήνων, όπου μεταβίβασαν τις γνώσεις τους, τις επιχειρήσεις τους και τους πόθους τους. Αισθανόταν ασφαλής κάτω από την προστατευτική εξουσία της Βενετίας, χριστιανικού κράτους, ικανού να αναλάβει τον αγώνα κατά των Τούρκων.
Στην ανώτατη κοινωνική βαθμίδα ανήκαν οι ευγενείς οι Βενετοί ευγενείς και φεουδάρχες (nobili veneti, feudati). Στα έγγραφα αναφέρονται «ευγενέστατοι άρχοντες και εκλαμπρότατοι αφέντες». Οι ευγενείς ήταν καθολικοί, άποικοι ή απόγονοι αποίκων και είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Οι τίτλοι ευγένειας ήταν κληρονομικοί. Στους πρώτους αιώνες της ενετοκρατίας οι ευγενείς κατείχαν τα μεγαλύτερα φέουδα. Απ’ το 16ο αι. το φεουδαρχικό σύστημα είχα αρχίσει να παρακμάζει. Αριστοκράτες δεύτερης κατηγορίας ήταν οι Κρητικοί ευγενείς(nobili cretensi). Η κρητική ευγένεια απενέμετο με διάταγμα του δόγη σε αντάλλαγμα στρατιωτικών, πολιτικών ή και χρηματικών υπηρεσιών. Η ευγένεια αυτή (nobilitas cretensis), που ήταν υποδεέστερη της ενετικής και είχε τοπική αξία, παραχωρήθηκε και σε πολλούς απόγονους της παλαιάς ελληνικής αριστοκρατίας, τους αρχοντορωμαίους, οι οποίοι, σύμφωνα με την παράδοση που έχει άλλωστε ιστορική βάση, κατάγονταν από τα «δώδεκα αρχοντόπουλα» του Βυζαντίου.
«Την κληρονομιά της όσμωσης Κρητών και Ενετών, που καταγράφηκε στο παλίμψηστο της κρητικής γης, μιας γης που έδωσε χιλιετίες πριν τον πρώτο ευρωπαϊκό πολιτισμό, την πρώτη γραφή στην Ευρώπη, οφείλουμε όλοι να περιφρουρήσουμε, να τη διατηρήσουμε, όπως και τις προηγούμενες και επόμενες φάσεις και περιόδους, γιατί είναι το παρελθόν του νησιού, το παρελθόν μας, είμαστε εμείς. Είναι μια σπουδαία κληρονομιά, υλική και άυλη, που πρέπει να πάρει τη θέση που της ανήκει στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ, θέμα για το οποίο έχουν γίνει κάποιες πρώτες ενέργειες».
(Αναστασία Τζιγκουνάκη Διευθύντρια της ΚΕ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, αναπληρώτρια διευθύντρια της 28ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, αρχαιολόγος Αναστασία Τζιγκουνάκη, στη διάρκεια ημερίδας με θέμα «Ενετικά μνημεία στον χώρο και στον χρόνο»).
Οι ηρωίδες της Κρητικής Λογοτεχνίας που μας ενέπνευσαν
Στα πλαίσια της οικονομικής και πνευματικής ανάπτυξης αυτής κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας άνθισε και η Κρητική Λογοτεχνία : η ειρηνική διαβίωση και η επαφή με τον ανεπτυγμένο πνευματικά και πολιτιστικά λαό των Βενετών ήταν οι παράγοντες που συνετέλεσαν στην καλλιέργεια της παιδείας και των γραμμάτων και στην εμφάνιση αξιόλογης λογοτεχνικής παραγωγής.
Επίκεντρο της πνευματικής ζωής ήταν οι «Ακαδημίες» που ίδρυαν διανοούμενοι που προέρχονταν από τις τάξεις των αστών ή των ευγενών. Τα μέλη των Ακαδημιών οργάνωναν συγκεντρώσεις στις οποίες απαγγέλλονταν τα ποιήματά τους ή ανεβάζονταν θεατρικές παραστάσεις. Οι συγγραφείς, τα έργα των οποίων σώζονται, ήταν μέλη ανώτερων τάξεων, είχαν μεγάλη μόρφωση και παρακολουθούσαν τις λογοτεχνικές εξελίξεις. Τα πιο δημοφιλή έργα που καταγράφηκαν από την εποχή είναι : «Ο Ερωτόκριτος», «Η Ερωφίλη», «Πανώρια» και «Φιορεντίνος και Ντολτσέτα»
Τα έργα αυτά παίζονται ακόμα και σήμερα στο θέατρο και οι στίχοι τους τραγουδιούνται από κρητικούς μουσικούς σε κάθε γωνιά της Κρήτης.

ΑΡΕΤΟΥΣΑ
Το ποίημα  “Ερωτόκριτος” του Βιτσέντζου Κορνάρου περιγράφει τον έρωτα της πριγκίπισσας Αρετούσας, κόρη του βασιλιά της Αθήνας, και του Ερωτόκριτου, ψυχογιού του βασιλιά, έναν έρωτα κοινωνικά απαγορευμένο. Ο βασιλιάς ανακαλύπτει το ρομάντζο και διώχνει τον Ερωτόκριτο στα ξένα και στη θάλασσα. Παρά ταύτα ο Ερωτόκριτος αγνώριστος και ισχυρός, όταν μετά από χρόνια γυρίζει πίσω στο βασίλειο, σπεύδει να βοηθήσει το βασιλιά σε κάποιο δύσκολο πόλεμο. Ο Ερωτόκριτος, το όμορφο και αντρειωμένο παλικάρι, στο τέλος κατορθώνει με την παλικαριά του να ενωθεί με την Αρετούσα. Το μακρό αυτό αφηγηματικό ποίημα εκτείνεται σε δέκα χιλιάδες σχεδόν δεκαπεντασύλλαβους στίχους. Ο βαθύς λυρισμός, η ζωντανή γλώσσα, η δύναμη της περιγραφής, η αδρή σκιαγράφηση των ηρώων, η έξοχη διαγραφή των ψυχολογικών καταστάσεων, η κλιμάκωση των δραματικών συγκρούσεων μαζί με την έντονη παρουσία του φυσιολατρικού στοιχείου προσδίδουν στο έργο το χαρακτήρα μεγαλόπνοης επικής σύνθεσης. Η πρώτη έκδοση του έργου Ερωτόκριτος έγινε στην Βενετία τον 17ο αιώνα. Από τότε γνώρισε τεράστια διάδοση και αγαπήθηκε από το λαό τόσο, ώστε μέχρι πριν λίγα χρόνια ακόμα, λαϊκοί ραψωδοί (λυράριδες και βιολάτορες) ήξεραν απέξω – από προφορική παράδοση – μεγάλα αποσπάσματα που συνήθιζαν να τα απαγγέλλουν, συνήθως σε πανηγύρια και φιλικές συγκεντρώσεις.

ΠΑΝΩΡΙΑ
Η Πανώρια είναι ένα ποιμενικό δράμα του Γεωργίου Χορτάτση που αποτελείται από περίπου 2.500 δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους ιαμβικούς στίχους. Η Πανώρια είναι γραμμένη στο ιδίωμα της δυτικής Κρήτης. Εδώ πρωταγωνιστούν δύο ζευγάρια βοσκών: Ο Γύπαρης αγαπά την Πανώρια και ο Αλέξης την Αθούσα, οι δύο βοσκοπούλες όμως δεν καταδέχονται τον έρωτά τους και θέλουν να ζουν ελεύθερες, κυνηγώντας στα βουνά και στα δάση. Μάταια προσπαθούν να μεταστρέψουν τον ανυπόταχτο χαρακτήρα των κοριτσιών ο γερο-Γιαννούλης, πατέρας της Πανώριας, και η γριά Φροσύνη μητέρα του Γύπαρη, πρόσωπα και τα δύο μάλλον κωμικά. Στο τέλος οι βοσκοί θα προσφύγουν στη θεά Αφροδίτη, και ο γιος της ο Έρωτας θα χτυπήσει τις βοσκοπούλες με τα βέλη του, δίνοντας έτσι την αίσια λύση. Ο Χορτάτσης συνδυάζει την πραγματική ποιμενική ζωή της Κρήτης με την αρχαία ελληνική μυθολογία.

Λίγο μετά την «Πανώρια» ο Χορτάτσης ολοκληρώνει την τραγωδία «Ερωφίλη», επηρεασμένη από την τραγωδία “Orbecche” του Giraldi.

ΕΡΩΦΙΛΗ
Η Ερωφίλη γράφτηκε περίπου το 1595 (αφού αναφέρεται στην επιδημία πανούκλας που έπληξε την Κρήτη ανάμεσα στο 1592 και το 1595) και εκδόθηκε πρώτη φορά το 1637 στη Βενετία. Είναι γραμμένo σε δεκαπεντασύλλαβο ομοιοκατάληκτο στίχο, με εξαίρεση τα χορικά, που είναι γραμμένα σε ενδεκασύλλαβους και διαδραματίζεται στην Αίγυπτο. Το έργο προλογίζεται από τον Χάρο, που αναφέρεται στην κυριαρχία του και στη ματαιότητα της δόξας και των υλικών αγαθών αλλά το πρώτο χορικό τελειώνει με έναν ύμνο στη παντοδυναμία του Έρωτα.
Η κόρη του Φιλόγονου , Ερωφίλη, παντρεύεται κρυφά ένα νέο στρατιωτικό, τον Πανάρετο. Ο Φιλόγονος αποφασίζει να την παντρέψει με ένα βασιλιά της Ανατολής, αντίπαλό του, για να συμφιλιωθεί μαζί του. Αναθέτει λοιπόν στον Πανάρετο να την πείσει. Η δραματική αυτή αντινομία οδηγεί στην αποκάλυψη της σχέσης των δύο νέων. Ο Φιλόγονος εκτελεί τον Πανάρετο και στέλνει στην κόρη του το κεφάλι, την καρδιά και τα χέρια του με σκοπό να της τα προσφέρει ως δήθεν γαμήλιο δώρο. Η Ερωφίλη αυτοκτονεί και οι κοπέλες της ακολουθίας της (όπως ο «χορός» στην αρχαία ελληνική τραγωδία) σκοτώνουν τον απάνθρωπο πατέρα.

ΝΤΟΛΤΣΕΤΑ

Στο 17ο αι. ανήκει και η κρητική κωμωδία « Η λησμονημένη μνηστή» που αναφέρεται και ως «Φιορεντίνος και Ντολτσέτα» που βασίζεται σε γνωστό παραμύθι. Ο σουλτάνος του Καΐρου είναι άρρωστος και η μόνη θεραπεία του είναι να τον αλείψουν με το αίμα ενός πρίγκιπα. Οι κουρσάροι του, αρπάζουν τον πρίγκιπα Φιορεντίνο και τον κλείνουν σ’ ένα πύργο. Η κόρη του σουλτάνου όμως τον ερωτεύεται και τον βοηθά να αποδράσει. Ο σουλτάνος θυμωμένος καταριέται το Φιορεντίνο να ξεχάσει τη Ντολτσέτα όταν τον φιλήσει η μάνα του και να την ξαναθυμηθεί όταν τον χαστουκίσει. Όταν ο πρίγκιπας επιστρέφει στο παλάτι, τον παίρνει ο ύπνος και η μάνα του τον φιλά με αποτέλεσμα όταν ξυπνά να μη θυμάται πλέον τη Ντολτσέτα. Ξέγνοιαστος, πάει στο κυνήγι με δυο φίλους του όπου συναντούν τη Ντολτσέτα και προσπαθούν να την αποπλανήσουν προσφέροντάς της χρήματα. Αυτή παίρνει τα χρήματα αλλά δεν ενδίδει. Την καταγγέλλουν τότε στο βασιλιά απαιτώντας τα χρήματα πίσω. Εκεί η Ντολτσέτα αποκαλύπτει όλη την ιστορία και την κατάρα του πατέρα της. Η μάνα χαστουκίζει το Φιορεντίνο, αυτός ξαναθυμάται και όλα τελειώνουν καλά.

Τα κοινά των αρχαίων τραγωδιών και κωμωδιών με την κρητική δραματουργία και λογοτεχνία διαφαίνονται σε όλα τα παραπάνω έργα. Οι δυνατές γυναικείες παρουσίες που πρωταγωνιστούν στην ελληνική ζωή και αποτυπώνονται στην τέχνη εκπροσωπούν την «μάνα» την «ερωμένη» την «πολεμίστρια» έχουν αποτυπωθεί στην ελληνική ψυχή.